Στον κόσμο της φυλακής η απομόνωση είναι μια μορφή τιμωρίας που επιβάλλει η διοίκηση, όταν ένας φυλακισμένος προβεί σε σοβαρό πειθαρχικό παράπτωμα. Συνήθως η απομόνωση είναι ο εγκλεισμός σε ένα πολύ μικρό ανήλιο κελί, όπου ο φυλακισμένος βρίσκεται για ορισμένο χρονικό διάστημα, χωρίς καμιά επαφή με τους άλλους συγκρατούμενούς του και με περιορισμένο συσσίτιο. Στη Μακρόνησο η απομόνωση δεν σχετιζόταν με πειθαρχικά παραπτώματα, αλλά επιβαλλόταν σε όσους κρατούμενους αρνούνταν να υπογράψουν δηλώσεις μετανοίας.
Οι τόποι της απομόνωσης βρίσκονταν έξω από τον κυρίως χώρο των στρατοπέδων και οι κρατούμενοι τους αποκαλούσαν «σύρματα», επειδή συνήθως οι τόποι αυτοί ήταν περιφραγμένοι με συρματοπλέγματα. Στα «σύρματα» διαβιούσαν μικρές ομάδες κρατουμένων σε σκηνές υπό την άγρυπνη επιτήρηση σκοπών και ανδρών της Αστυνομίας Μονάδας (ΑΜ). Οι κρατούμενοι που βρίσκονταν σε απομόνωση περνούσαν την ημέρα με εξαντλητικές αγγαρείες, ενώ το απόγευμα και το βράδυ ήταν υποχρεωμένοι να παραμένουν μέσα στη σκηνή χωρίς φως. Για κάθε ομάδα των απομονωμένων υπήρχε μόνο ένας κουβάς με πόσιμο νερό για τις ανάγκες τους, με αποτέλεσμα οι περισσότεροι να είναι για πολλές μέρες άπλυτοι και αξύριστοι. Όσοι βρίσκονταν στην απομόνωση γίνονταν εύκολος στόχος επιθέσεων και βασανιστηρίων. Πολύ συχνά κατά τη διάρκεια της νύχτας, δέχονταν αιφνιδιαστικές επιθέσεις από τους στρατιώτες της ΑΜ, οι οποίοι τους γκρέμιζαν τις σκηνές, τους ξυλοκοπούσαν και τους πετούσαν στη θάλασσα με τα ρούχα.
Οι μαρτυρίες των στρατιωτών που βρέθηκαν στα «σύρματα» αναφέρονται σε εξαντλητικές αγγαρείες και συνεχή βασανιστήρια. Οι στρατιώτες ζούσαν σε ατομικά αντίσκηνα και κουβαλούσαν πέτρες από την ανατολή μέχρι τη δύση του ηλίου, σε καθημερινή βάση και ανεξάρτητα από τις καιρικές συνθήκες, με ελάχιστο φαγητό και νερό. Οι αγγαρείες γίνονταν κάτω από την επίβλεψη φρουρών που τους χτυπούσαν αλύπητα με στειλιάρια είτε για να επιταχύνουν τον ρυθμό της εργασίας είτε για να τους εξαναγκάσουν να υπογράψουν δήλωση μετανοίας.
Τον χειμώνα του 1949 μεταφέρθηκαν στα «σύρματα» και πολιτικοί εξόριστοι που δεν είχαν υπογράψει δήλωση μετανοίας. Η καθημερινότητά τους δεν διέφερε πολύ από αυτήν των στρατιωτών και παρά το γεγονός ότι ήταν πολίτες και μεγαλύτερης ηλικίας, υποχρεώθηκαν σε ένα στρατιωτικό πρόγραμμα ζωής: εγερτήριο, προσκλητήριο, υποχρεωτική παρακολούθηση ομιλιών από «ανανήψαντες», καψόνια, αγγαρείες, που συνήθως ήταν το κουβάλημα πέτρας για την κατασκευή κτιρίων, τοίχων, δρόμων κλπ., αποτελούσαν την καθημερινότητα στα «σύρματα». Επιπλέον, όπως και στα «σύρματα» των στρατιωτών, οι ξυλοδαρμοί και οι νυχτερινές επιθέσεις στα αντίσκηνα δοκίμαζαν τα όρια αντοχής των πολιτικών εξορίστων.
Ενδεικτική βιβλιογραφία:
Αντώνης Φλούντζης, Στο κολαστήριο της Μακρονήσου, Αθήνα, Εκδ. Φιλιππότη, 1984.
Νίκος Μάργαρης, Ιστορία της Μακρονήσου, Αθήνα, 1966.