ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΜΕΤΑ ΤΗ ΜΑΚΡΟΝΗΣΟ

Η απόλυση των στρατιωτών αλλά και των πολιτών που υπηρετούσαν ή κρατούνταν στο στρατόπεδο της Μακρονήσου ήταν κάτι σχεδόν ανέφικτο έως την κυβέρνηση Πλαστήρα τον Μάρτιο του 1950 και τα μέτρα συμφιλίωσης που εφαρμόστηκαν.

Ανοιχτή επιστολή του στρατιώτη Γ.Β. προς τον κ. Νομάρχη Κοζάνης, [1948-1949]

Ανοιχτή επιστολή του στρατιώτη Γ.Β. προς τον κ. Νομάρχη Κοζάνης, [1948-1949]

Έως τότε, η αποχώρηση από το στρατόπεδο της «Εθνικής Αναμόρφωσης»  προϋπέθετε μια σειρά οδυνηρών ενεργειών σε ηθικό και σε πρακτικό επίπεδο. Η υπογραφή δήλωσης μετανοίας ήταν το πρώτο βήμα στην πορεία πολιτικής «ανάνηψης» και σήμαινε απλώς τον μη σωματικό βασανισμό του υπογράψαντος. Τα επόμενα βήματα μετά την υπογραφή ήταν: η δημόσια ανάγνωση της δήλωσης κατά την ώρα των μαθημάτων της ηθικής αγωγής, η συγγραφή και αποστολή επιστολών με περιεχόμενο σχετικό με την δήλωση μετανοίας, η συγγραφή άρθρων στα περιοδικά ή τις εφημερίδες που εξέδιδαν τα τάγματα, η δραστήρια συμμετοχή στην προετοιμασία και άλλων υποψηφίων για την διαδικασία της δήλωσης και τελικώς την απόλυτη ένταξη στον χώρο της έμπρακτής εθνικοφροσύνης που πραγματοποιούνταν με την πανηγυρική παραλαβή όπλου από τον «ανανήψαντα» και την ένταξη του σε μάχιμη μονάδα της ζώνης των πρόσω στις επιχειρήσεις του εμφυλίου πολέμου. Να σημειωθεί ότι η φράση «όπλα θέλουμε» αποτέλεσε βασικό δηλωτικό στοιχείο της ανάνηψης που είχε συντελεσθεί όταν την κραύγαζαν οι «μετανοηθέντες» κατά τις επισκέψεις των κάθε λογής επισήμων στο νησί. Ακόμη, η ίδια φράση ήταν επιμελώς γραμμένη με μεγάλα άσπρα γράμματα αποτελούμενα από  ασβεστωμένες κοτρώνες στις πλαγιές των λόφων που βρίσκονταν πάνω από τα στρατόπεδα των ταγμάτων.

Η ένταξη σε πολεμική μονάδα σήμαινε την μέγιστη δραστηριότητα εναντίον του εσωτερικού εχθρού σε έναν πόλεμο πολιτικής φύσης. Επίσης, η πολεμική δράση των «ανανηψάντων» στον Εθνικό Στρατό σήμαινε κάτι ευρύτερο και πολιτικά ισχυρότερο. Σήμαινε σε συμβολικό επίπεδο την έμπρακτη ακύρωση του εαμικού κινήματος και ιδιαίτερα των μηνυμάτων και των δεδομένων που είχε δημιουργήσει η πολεμική δράση του ΕΛΑΣ, αφού έπληττε το σύνολο της αριστερής αντιστασιακής δράσης κατά την περίοδο της Κατοχής.

Σε μια χώρα και σε μια κοινωνία όπου η λειτουργία και η δράση του στρατού συνδεόταν με την έννοια της εθνικής οντότητας, η πολεμική δράση ενός προσώπου αποτελούσε σταθερά ένα πλαίσιο τιμής και ένα είδος εσωτερικής ιστορίας για την κάθε οικογένεια. Σε αυτό το συμβολικό πλαίσιο εκτιμήθηκε η ένταξη στον ΕΛΑΣ και σε αυτό το πλαίσιο, σε αντίθετη κίνηση έρχεται η κυριολεκτική στράτευση στον Εθνικό Στρατό να ακυρώσει, το μήνυμα της πολιτικής νεωτερικότητας που πρότεινε και υποστήριξε το ΕΑΜ.

Διμοιρία "αποχρωματισθέντων" του Β' και Α' Τάγματος στις επιχειρήσεις με το ΕΤΑΞ

Διμοιρία “αποχρωματισθέντων” του Β’ και Α’ Τάγματος στις επιχειρήσεις με το ΕΤΑΞ

Δύο στρατιωτικές μονάδες συγκροτημένες από μακρονησιώτες (κατά κύριο λόγο) προβλήθηκαν ως εμβληματικά παραδείγματα της εθνικόφρονης μαχητικότητας: το Ειδικόν Τάγμα Αξιωματικών (ΕΤΑΞ) και το 596 Τάγμα Πεζικού. Στο πρώτο εντάχθηκαν όσοι έφεδροι αξιωματικοί του προπολεμικού Εθνικού Στρατού που είχαν υπηρετήσει στον ΕΛΑΣ κατά την διάρκεια της Αντίστασης και ως ανανήψαντες της Μακρονήσου επέλεξαν να στρατευθούν αλλά και όσοι στρατευμένοι έλαβαν την ιδιότητα του έφεδρου αξιωματικού κατά την κατάταξη τους μετά την απελευθέρωση και λόγω πολιτικών φρονημάτων εστάλησαν να υπηρετήσουν την θητεία τους στην Μακρόνησο .

Στο ΕΤΑΞ, η επιλογή όσων το απάρτισαν έγινε με αυστηρά «εθνικόφρονα» κριτήρια και η κατάταξη αποτέλεσε τελικά «δώρο» της πατρίδας. Ήταν μια μονάδα όπου η παράδοση του οπλισμού της έγινε πανηγυρικά στο Παναθηναϊκό Στάδιο με την παρουσία του βασιλέα Παύλου όπου ο κάθε ανανήψας στρατιώτης παραλάμβανε το τυφέκιο από τον ίδιο τον βασιλιά φιλώντας του συγχρόνως το χέρι. Μετά, φέροντες στολές με πολεμοχαρή διακριτικά όπως ένα μαντήλι λαιμού με το σήμα της νεκροκεφαλής, παρέλαυναν εντός του Σταδίου επευφημούμενοι από τους παριστάμενους και στην συνέχεια παρέλαυναν στους αθηναϊκούς δρόμους έως τον σταθμό Λαρίσης όπου επιβιβάζονταν σε στρατιωτικούς συρμούς για να μεταβούν στο μέτωπο. Η πολεμική δράση του ΕΤΑΞ δεν έχει γίνει γνωστή σε λεπτομέρειες. Επί της ουσίας αποτέλεσε η δημιουργία του ένα μέρος του συνόλου της προπαγάνδας υπέρ της Μακρονήσου, ως η απόδειξη ότι η εθνική διαφώτιση κατάφερε και μετέτρεψε «προδότες» αξιωματικούς σε μαχητές εναντίον της πρώην ιδεολογίας τους. Και στην περίπτωση αυτή η βία και ο τρόμος ως τα κύρια εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν για την ανάνηψη των στρατιωτών αποσιωπήθηκαν. Ωστόσο, το ΕΤΑΞ έδρασε κατά κύριο λόγο στην Πελοπόννησο και στην Εύβοια, σε περιοχές δηλαδή που το φαινόμενο της αυτομόλησης στρατιωτών του Εθνικού Στρατού σε μονάδες του ΔΣΕ δεν ήταν εύκολο, όπως αυτό συνέβαινε ευκολότερα σε περιοχές της Μακεδονίας όπου ο ΔΣΕ δρούσε με μεγαλύτερα συγκροτήματα και με τις πλάτες καλυμμένες από τις όμορες Λαϊκές Δημοκρατίες.

Σε διαφορετικό πλαίσιο έδρασε η άλλη μονάδα-παράδειγμα που συγκροτήθηκε από μακρονησιώτες, το 596 Τάγμα Πεζικού, σε αυτό η μεγάλη πλειοψηφία των στρατιωτών προέρχονταν από το «γαλάζιο τάγμα», το ΓΕΤΟ (800 από τους 1100 άνδρες του τάγματος). Η μονάδα λειτούργησε ως κανονική μονάδα κρούσης του Εθνικού Στρατού λαμβάνοντας μέρος στην κορύφωση των επιχειρήσεων τον Αύγουστο του 1949, επιδεικνύοντας μεγάλη ανδρεία κατά την κατάληψη τμήματος της κορυφογραμμής του Τσάρνο επί του Γράμμου κατά την εκπόρθηση των τελευταίων οχυρών του ΔΣΕ. Επί της ουσίας ήταν η μόνη συμβολή των μακρονησιωτών στον εμφύλιο πόλεμο η οποία έπληξε επιχειρησιακά τον ΔΣΕ ενώ το βασικό αποτέλεσμα της λειτουργίας του στρατοπέδου έπληττε μέσω του τρόμου το ηθικό σθένος των μελών της εαμικής αριστεράς είτε εντός του στρατοπέδου είτε εκτός. Η επιτυχία του τάγματος προβλήθηκε επαρκώς και ως απόδειξη «ανάνηψης» και αρκετοί από του οπλίτες της μονάδας υπηρέτησαν σε κρατικές θέσεις στα χρόνια που ακολούθησαν.

Βεβαίωση αποχαρακτηρισμού κρατουμένου στη Μακρόνησο, 1950

Βεβαίωση αποχαρακτηρισμού κρατουμένου στη Μακρόνησο, 1950

Απομένει η αναφορά για το μεγαλύτερο ποσοτικό μέγεθος, εκείνο που αφορά τις δεκάδες χιλιάδες κυρίως στρατιώτες που υπέγραψαν δήλωση μετανοίας και απολύθηκαν από την Μακρόνησο μετά τα μέτρα της κυβέρνησης Πλαστήρα. Σε γενικές γραμμές η μεγάλη πλειοψηφία από αυτούς δεν επέστρεψαν στα χωριά τους. Εκεί, η προβολή της δήλωσης τους από τους τοπικούς φορείς είχε πετύχει τον σκοπό της, τους είχε ήδη εκθέσει και είχε μάλλον ακυρώσει στην πολιτική τους αριστερή οντότητα. Όμως, όπως η δήλωση δεν επαρκούσε ως απόλυτη απόδειξη εθνικοφροσύνης εντός της Μακρονήσου έτσι δεν θα επαρκούσε και στο εσωτερικό της κοινωνίας του χωριού από όπου προέρχονταν. Έτσι επέλεξαν ως τόπο εγκατάστασης την ευρύτερη περιοχή της Αθήνας σε μια αγωνιώδη προσπάθεια να εξασφαλίσουν την ανωνυμία αλλά και ένα μεροκάματο για να βιοποριστούν. Ελάχιστοι προσελήφθησαν από τον δημόσιο τομέα με εξαίρεση ίσως κάποιους από τις μάχιμες μονάδες. Λίγοι σπούδασαν αφού λόγω της αίτησης για το απαραίτητο, για την εγγραφή στο πανεπιστήμιο, πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων θα εμπλέκονταν πάλι με την αστυνομία. Κάποιοι που σπούδαζαν ήδη πριν από την Μακρόνησο συνέχισαν με δυσκολία τις σπουδές τους. Πολλοί από τους γραμματιζούμενους ή τους φοιτητές που δεν ολοκλήρωσαν τις σπουδές τους κατέφυγαν στο επάγγελμα του λογιστή και άλλοι μπήκαν στον χώρο των εκδόσεων ακόμη και ως πλασιέ βιβλίων. Ο μεγάλος αριθμός μάλλον απορροφήθηκε από τον κόσμο της οικοδομής που για τρεις δεκαετίες ύψωνε την Αθήνα και την απομάκρυνε από το παρελθόν της. Στον κόσμο αυτόν πολλοί μακρονησιώτες, ήταν αποτελεσματικοί και ευρηματικοί και λειτούργησαν ως μάστορες και ως μικροεργολάβοι αλλά αποτέλεσαν φορείς και παραδείγματα του μετεμφυλιακού φόβου. Όσοι υπέγραψαν αποκλείστηκαν λόγω «αδύναμου» πολιτικού χαρακτήρα από τις τάξεις του ΚΚΕ. Πολλοί έδρασαν όμως στις τάξεις της προδικτατορικής ΕΔΑ αλλά το κύριο σώμα εντάχθηκε σταδιακά ως ψηφοφόροι μετά την Μεταπολίτευση στο ΠΑΣΟΚ.

Ο πολύ περιορισμένος αριθμός εκείνων που δεν υπέγραψαν δήλωση μετήχθησαν στο τόπο εξορίας του Άι Στράτη όπου έμειναν έως τα τέλη της δεκαετίας του 1950 όταν υπό το καθεστώς των ανανεωνόμενων αδειών παρέμεναν στην Αθήνα υπό τη σχετική παρακολούθηση της αστυνομίας.

Το «μετά» όσων έζησαν την φρίκη της Μακρονήσου παράμεινε συνδεδεμένο με τον τρόμο που έζησαν εκεί, μια όψη που προβάλει ακόμη και πέντε δεκαετίες μετά, στα πρόσωπα των κρατουμένων που επισκέπτες πια μετέχουν στις εκδηλώσεις μνήμης που γίνονται στο νησί.

Ενδεικτική βιβλιογραφία:

Παναγής Παναγιωτόπουλος, «Η αμετροέπεια της βίας, ο πόνος και η αναίρεση της «αναμόρφωσης» στη Μακρόνησο», στο Πρακτικά Επιστημονικής Συνάντησης, Ιστορικό Τοπίο και Ιστορική Μνήμη. Το παράδειγμα της Μακρονήσου, Αθήνα, Φιλίστωρ, 2000, σ. 285-302.

Παναγιώτης Σακελλαρόπουλος, «Ψυχικός πόνος και Μακρόνησος: Ενδοψυχικές συγκρούσεις, διλήμματα και αδιέξοδα στην αντιμετώπιση της εξωτερικής πραγματικότητας», στο Πρακτικά Επιστημονικής Συνάντησης, Ιστορικό Τοπίο και Ιστορική Μνήμη. Το παράδειγμα της Μακρονήσου, Αθήνα, Φιλίστωρ, 2000, σ. 303-312.

Το Εμφύλιο Δράμα. Ειδική έκδοση του περιοδικού «Δοκιμές», 6/1997.